- υποκεφάλαιο
- το / ὑποκεφάλαιον, ΝΑνεοελλ.(σε σύγγραμμα, σε βιβλίο) μέρος κεφαλαίου, υποδιαίρεση κεφαλαίουαρχ.προσκέφαλο («πρὸς κεφαλὴν ὑποθεῑναι σκύτινον ὑποκεφάλαιον», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. είναι σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὑπὸ κεφαλαίῳ (< κεφάλαιον < κεφαλή), πρβλ. προσ-κεφάλαιον. Με τη νεοελλ. σημ. < υπ(ο)-* + κεφάλαιο].
Dictionary of Greek. 2013.